Αρμύρα
Νυχτώνει κι ο γρύλλος σφυρίζει περιπαιχτικά
Τα μικρά τα κύματα θυμίζουν τη στεριά
Ένα πουλί γυρνάει ψάχνοντας ένα ταίρι
Τι νέα φέρνει ο άνεμος σίγουρα δεν ξέρει
Κι ένα σκαρί γερό και δυο ξάρτια μαύρα
Ξεκίνησε το χάραμα για το ταξίδι μ’ αύρα
Πάλευε με τη θάλασσα, του κόσμου τους χειμώνες
Κι αράζουν οι μεθύστακες στους φωτεινούς πυλώνες
Τελειώνει το γλυκό πιοτό, το ρούμι του Πρατούλη
Κι οι πειρατές της Κορσικής το ρίξαν στο τραγούδι
Ευχόταν μια καλή ψαριά, να δούνε άσπρη μέρα
Και γρήγορα ν’ αράξουνε σ’ αγαπημένη ξέρα
Μα άγρια είναι η τρίαινα του Ποσειδώνα η γνώμη
Κι οδηγεί τα κύματα να φτάσουνε την πλώρη
Και πως θα δουν οι πειρατές τα σπίτια, τις γυναίκες
Αφού βυθίζονται αργά και βλέπουν πια γοργόνες
Ένας έρωτας διαχρονικός
Κάποτε υπήρχε ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ
τον γελούσαν όλοι γιατί ένιωθε πάντα παιδί
τις νύχτες γυρνούσε σαν ζητιάνος μήπως τη βρει
τη μοναδική που αγάπησε και είχε σε μια ζωή
Τα χρόνια περνούσαν γρήγορα και αυτός γερνούσε
η καρδιά του όμως παρέμενε αθώα σαν μωρό
όλα ήταν γι΄ αυτή μόνος ήταν και πονούσε
δεν έτρωγε δεν μιλούσε τον έλεγαν τρελό
Εκείνη ήταν φτιαγμένη από πάστα πολύ πικρή
δεν γελούσε ενώ αυτός είχε χαμόγελο πλατύ
τα μάτια της δύο φωτιές δυνατές σχεδόν μαγικές
δεν την ένοιαζε αν έκαιγε αγνές καρδιές
ο καθρέφτης της ήταν μεγάλος και ωραίος
κοιτούσε τον εαυτό της που ποτέ ξανά δεν θα ήταν νέος
εκείνος έγραφε όλα αυτά τα χρόνια συνέχεια
μέχρι που κόντευε να πεθάνει από στενοχώρια
Τα χέρια του ήλπιζε να την αγγίξουν ξανά
εκείνη τον θυμόταν σαν όνειρο αμυδρά
έτσι κι αλλιώς δεν ταίριαζαν ξένοι ήταν
φτωχός, ωραία με παρέες άλλες αγάπες βρήκαν
Στο τέλος κι αφού πόνεσαν για όλα ήρθε ο καιρός
Ήρθε η ώρα της επιστροφής όμως ο γκρεμός ήταν εμπρός
Μια βραδιά βρεθήκαν σαν άγουροι εραστές, τρομερό
και πέθαναν μαζί πάνω σ' ένα φιλί τους γλυκό
Σύγχρονο Νεκροκούτι
Πέρα από τα σύνορα του κόσμου τούτου
Πάνω σε σύννεφα και χιονισμένα αλώνια
Φόρτωσα τις ελπίδες των παιδιών
Και κίνησα για τις κορφές του Μάη
Δεν ζήτησα πολλά από τη μάνα μου
Δυο, τρεις ευχές για το κατευόδιο
Σαν άλλος τελώνης των παλιών των χρόνων
Διαλαλούσα τα όνειρα των ανθρώπων
Τα δέντρα τραγουδούν νοερά, στενάχωρα
Για τον ερχομό του χειμώνα
Τα λουλούδια από καιρό μαραγκιασμένα
Σαν άλλα ανθρώπινα πτώματα, νεκρά
Συνεχίζω να αναζητώ κάτι αβρό
Παρά το κρύο της καρδιάς και τη σκοτεινιά
Εικόνες που θυμίζουν ηλιοκαμένους κάμπους
Θαμπές από τον πάγο των ψυχών
Οι ψυχές οι δύστροπες και γεμάτες μίσος
Διαστρεβλώνουν τα σύνορα του σύμπαντος
Με κυνηγούν και με πληρώνουν γιατί αγαπάω
Τα συναισθήματά τους περιορίζονται στην επιβίωση
Πέτρες, αγκάθια και ρημαγμένοι τόποι
Καιροί που ποτέ ξανά δεν θα ‘ναι αθώοι
Αλλιώτικοι, μαρτυρικοί σαν μοναξιά
Βρεγμένοι απ’ το κλάμα των αγέννητων